- τριημιωβόλιον
- τὸ, Αένας και μισός οβολός.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + ὀβολός. Το -ω- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριημιωβόλιον — an obol and a half neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Драхма (Древняя Греция) — У этого термина существуют и другие значения, см. Драхма … Википедия
τριημιωβολιαίος — αία, ον, Α αυτός που έχει αξία ενός και μισού οβολού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριημιωβόλιον + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek